10-3-2024


Στο τραπέζι βρήκε χαρτί και μολύβι. Κάθισε και άρχισε να γράφει χωρίς διακοπή.


«Για να αποκτήσεις ξανά τη στοιχειακή σου υπόσταση, θα πρέπει τα σωματίδια που σε αποτελούσαν να βρεθούν μεταξύ τους και να ενωθούν. Θα είναι μια δύσκολη, χρονοβόρα διαδικασία. Τα σωματίδια διατηρούν το ένα τη μνήμη του άλλου, η επανασύνδεσή τους ωστόσο δεν μπορεί να γίνει εύκολα μέσα στους ωκεανούς των εγγραφών, θα χρειαστούν τεράστιες ποσότητες ενέργειας. Την ενέργεια αυτή θα σου την παρέχει ο χρόνος.


»Ο εντοπισμός του ενός από το άλλο προϋποθέτει σταθερότητα στην εκπομπή του σήματος. Αποδυνάμωση του σήματος σημαίνει παρεκκλίσεις πορείας και δίνες λαβυρίνθου. Η επικοινωνία πρέπει να παραμένει ανοιχτή, κόντρα στις παρεμβολές που θα έχουν την τάση να αυξάνουν. Χρειάζεται επαγρύπνιση γιατί τα σωματίδια κουράζονται και διεκδικούν την αυτονόμησή τους, την απελευθέρωση από τους περιορισμούς της μορφής. Να τα συγκρατείς, να τους υπενθυμίζεις την κατεύθυνση. Στον θόρυβο υποβάθρου πρέπει να ξεχωρίζει ο ατομικός σου ήχος, που είναι πιο σημαντικός από τον ατομικό σου ρυθμό. 



»Στην επίτευξη του έργου σου θα έχεις τη συνδρομή μιας συνείδησης που θα σε επικαλείται. Να την επισκέπτεσαι με όποιον τρόπο θεωρείς πρόσφορο. Οι φορείς των συνειδήσεων είναι πιο προσπελάσιμοι την ώρα του ύπνου τους, την ώρα που η περιφρούρηση χαλαρώνει και τα συστήματα υπολειτουργούν, τότε μπορείς εύκολα να διεισδύσεις στα όνειρά τους και να τους υπενθυμίσεις τους δεσμούς που σας ένωναν. Βρες ένα αφύλακτο σημείο, μια ενοχή ή έναν φόβο, ή αν το είδος της σύνδεσης που είχατε σου το επιτρέπει, διάλεξε το πέρασμα της ηδονής. 


»Αν η πρόσβαση στα όνειρα του υποκειμένου είναι αδύνατη, τότε να εμφανιστείς στο φως της μέρας, πρόσεξε μόνο τη στιγμή και τον τρόπο που θα διαλέξεις. Δεν πρέπει να προκαλέσεις τρόμο ή αποστροφή με την παρουσία σου. Μπορεί να είναι μια στιγμή ευχαρίστησης του υποκειμένου, μεγάλης ευδαιμονίας του, ή μια στιγμή αφηρημάδας, τότε που η σκέψη μετακινείται άναρχα, ή και την ώρα του ξυπνήματος, στο μεσοδιάστημα ύπνου και ξύπνιου. Αυτές οι στιγμές είναι οι πιο δημιουργικές.


»Όμως με προσοχή· να μην προκαλέσεις βαθύ κλονισμό, οι πεποιθήσεις του να μην ξεριζωθούν, να μη χαθεί οριστικά η σύνδεσή του με την πραγματικότητα. Η συνάντησή του μαζί σου να μπορεί να καταγραφεί ως παροδική παράκρουση αλλά όχι ως εγκατεστημένη παράνοια. Η παρουσία σου να μην επιδέχεται αμφισβήτηση, αλλά και να υπάρχει η δυνατότητα της αμφιβολίας. 


»Να εμφανιστείς με το πιο όμορφο ρούχο σου και να κρατήσεις μια στάση μυστική, να μην αποκαλυφθείς ολόκληρος, ώστε το υποκείμενο να θελήσει να σε πλησιάσει. Αυτή είναι μια λεπτομέρεια σημαντική που πρέπει να τη θυμάσαι. Όχι εσύ, το υποκείμενο να πλησιάσει. Εσύ να σταθείς σε απόσταση, να σε βλέπει και να μη σε βλέπει, να αμφιβάλλει. Η περιέργεια και η χαρά του για την επιστροφή σου θα το αναγκάσουν να έρθει κοντά, να βεβαιωθεί αν πράγματι είσαι εσύ ή αν είσαι μια οπτική παραίσθηση. Τότε ακριβώς, λίγο προτού το υποκείμενο αποκτήσει πρόσβαση στη βεβαιότητα, εσύ να διαλυθείς, να βγεις από το πεδίο της αντίληψής του. Όσο και να προσπαθεί μετά να σε ξεχάσει θα είναι αδύνατο, θα σκέφτεται πάντα εκείνη τη στιγμή που έφτασε τόσο κοντά σ' εσένα και σε έχασε, αυτήν τη στιγμή θα θέλει πάντα να επαναλάβει, αυτή η στιγμή θα γίνει ο σκοπός της ύπαρξής του κι όλες οι ενέργειες θα κατευθύνονται εκεί. 


»Όση βοήθεια πάντως κι αν λάβεις, το έργο εξαρτάται από 'σένα, εσύ κατευθύνεις, εσύ δεν πρέπει να παρεκκλίνεις και να παρασυρθείς από την τύρβη, εσύ να μη θεωρήσεις αδύνατη την επίτευξη του φοίνικα και παραδοθείς, πιστεύοντας ότι το πεπρωμένο σου είναι η λήθη. Εσύ πρέπει να διατηρήσεις συνεκτική τη μνήμη σου, να επαναλαμβάνεις συνεχώς όσα έμαθες, όσα σε συγκροτούν, γιατί αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος· η αμνησία.


»Το κάθε απειροελάχιστο μικρό κομμάτι σου, η κάθε σημαντική ή ασήμαντη πληροφορία, όλα πρέπει να επανασυγκολληθούν, με τρόπο που να έχεις συνοχή και διαύγεια, και όταν πια θα φαίνεσαι καθαρά και όχι ένα αχνό σχέδιο, όταν και η τελευταία σου λεπτομέρεια θα έχει μπει στη θέση της, τότε θα είσαι έτοιμος να επιστρέψεις.»


Διάβασε μια φορά ό,τι είχε γράψει, ύστερα έσκισε το χαρτί σε κομμάτια και τα έβαλε στην τσέπη. 





[Γιάννης Μαυριτσάκης, Χαρράν, σελ. 137-140, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, 2022]

28-2-2024


Χρειαζόμουν μια καινούρια ιδέα, μια ιδέα ακόμη πιο λαμπερή από τις παλιές, μια ιδέα που θα σας αναστάτωνε μέχρι τον πυρήνα, επειδή θα σας έκανε να σκεφτείτε ότι οι περισσότερες βεβαιότητές σας ήταν λανθασμένες, χρειαζόμουν μια ιδέα που θα υποχρέωνε την αντίληψή σας να μετασχηματιστεί με έναν τρόπο συγκλονιστικό. Ήμουν σίγουρος ότι μια τέτοια ιδέα μπορούσε να υπάρξει, ότι ήταν κάπου εκεί έξω και περίμενε κάποιον αρκετά θαρραλέο για να τη συλλάβει, να την ενστερνιστεί και να τη μεταφέρει στους άλλους. Παρότι είχα διατυπώσει την Τελική Θεωρία με διαύγεια και πίστη, ενδόμυχα γνώριζα ότι αυτή η θεωρία δεν θα ήταν η πραγματικά τελική, ότι ήταν ένα προοίμιο, και ίσως η πραγματικά Τελική Θεωρία, αυτή που κανείς δεν θα τολμούσε να αμφισβητήσει, ούτε τώρα ούτε ποτέ, ίσως αυτή η θεωρία να ήταν μια δυνατότητα που περίμενε εμένα για να φανερωθεί, ίσως εγώ να ήμουν ο εκλεκτός που θα την αποκάλυπτε στα μάτια όλων, μια θεωρία απλή και προφανής, που κανείς μέχρι τώρα δεν την είχε συλλάβει ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, επειδή ήταν τόσο απλή και προφανής. 


Άρχισα να ψάχνω για την ιδέα μου στο πεδίο που συμπλέκονται οι μικρές μονάδες δόμησης, εκεί που δένονται μεταξύ τους ή συμπιέζονται, απορροφώνται η μία από την άλλη ή αποσχίζονται· διχοτομούνται, εκμηδενίζονται, εξαπλώνονται, εκτροχιάζονται, αναδιπλώνονται ή καταρρέουν· εκεί που οι μικρές μονάδες δόμησης κινούνται παροξυσμικά, προστατευμένες πίσω από το σύννεφο της απροσδιοριστίας τους, κρατώντας για τον εαυτό τους το μυστήριο της προέλευσής τους, εκεί όπου οι μικρότατες μονάδες δόμησης αυταναφλέγονται, φωτίζονται, χρωματίζονται, εξαερώνονται, δημιουργώντας προπετάσματα καπνού για να καλύπτουν τις πραγματικές προθέσεις τους, να κρύβουν την πρωταρχική αιτία που τις ωθεί. Τα σύμβολα των αριθμών δεν μου επαρκούσαν γι' αυτό που έψαχνα, χρειαζόμουν μια εσωτερική εικόνα, μια ενόραση πάνω στην οποία θα μπορούσα να χτίσω τις εξισώσεις μου. Δεν είχα όμως καμία έμπνευση· στο μικροσκοπικό πεδίο δεν έβλεπα τίποτε άλλο από ένα κινητικό νεφέλωμα, αυτό το επίμονο μελίσσι που συνθέτει υπομονετικά τον φαινόμενο κόσμο.


Έτσι αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου στον αντίποδα του μικρού πεδίου και να απομακρυνθώ. Βγήκα από τα όρια του συστήματός μας, διέσχισα την περιοχή του ηλιακού ανέμου και έφτασα στο διαστρικό διάστημα με την κοσμική σκόνη και τα αιωρούμενα συντρίμμια. Από 'κεί πέρασα στην άβυσσο του διαγαλαξιακού και, διατρέχοντας χιλιάδες χρόνια στο αφώτιστο, ψυχρό κενό, κατάφερα να φτάσω μέχρι τη νησίδα της Ανδρομέδας, με τις αντίστροφες σπείρες και τους δισεκατομμύρια ήλιους, με τα κατάλοιπα των αστρικών θανάτων και τα νέφη σχηματισμού των νέων άστρων. Εκεί είχα την ευκαιρία να συναντηθώ με την παράδοξη μορφή ζωής στην οποία είχα μεταμορφωθεί στο όνειρό μου. Εγώ μπορούσα να τη δω, εκείνη όχι. Ήταν σα να μας χώριζε ένα τζάμι που από τη μια του πλευρά ήταν διάφανο, ενώ από την άλλη καθρέφτιζε αυτόν που το κοιτούσε. Εγώ βρισκόμουν από τη διάφανη πλευρά, έτσι είχα το πλεονέκτημα να κοιτάζω χωρίς να φαίνομαι. Στην εκδοχή του εαυτού μου που έβλεπα, ήμουν ένα αταξινόμητο ζώο που συνδύαζε ταυτόχρονα χαρακτηριστικά των ερπετών και των θηλαστικών. Αντί για δέρμα το σώμα μου κάλυπτε μια κεράτινη πανοπλία, είχα δυο πόδια και ουρά, ένα μικρό κεφάλι με ανοίγματα στα πλαϊνά του κρανίου πίσω από ορθάνοιχτα μάτια. Στεκόμουν μόνος σε έναν αιωρούμενο βράχο και παρατηρούσα. Αυτό ήταν το έργο που είχα αναλάβει, η παρατήρηση. 






[Γιάννης Μαυριτσάκης, Rayman Ούρλιαξε, σελ. 29-30, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα, 2023]

22-2-2024


Πήγαινε καὶ στὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο ––αὐτὸ τὸ πρόσφερε στὸν ἑαυτό του σὰν κέρασμα–– δῶρο, ὅπως, στὰ παιδικά του χρόνια, χάριζε στὸν ἑαυτό του μία σοκολάτα. Καὶ αἰσθανόταν ἀχάριστος ποὺ δὲν σταματοῦσε στὶς πρῶτες αἴθουσες, τὶς πλέον σεβαστές, ἀλλὰ προχώραγε σὰν ἀποφασισμένος νὰ συναντηθεῖ μὲ τὰ ἐπιτύμβια γλυπτά. Τὸν κοιτοῦσαν, ἀλλὰ μόνο αὐτόν, κανέναν ἄλλον ποὺ τυχὸν βρισκόταν ἐκεῖ μέσα, σὰν νὰ τὸν περίμεναν μέρες, τελεσίδικα. Ἀνέκκλητα. Ἤξερε, δηλαδὴ τὸ ἤξερε: ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸ Μουσεῖο, ἐκεῖνα τὰ ἀγάλματα ἔκλειναν τὰ μάτια τους, τὸ βλέμμα τους τὸ πρόσφεραν ἀποκλειστικὰ σ᾽ ἐμένα εἶπε σιγανὰ ὁ Ἑρμῆς. 




[Παῦλος Μάτεσις, Ἀλδεβαράν, σελ. 187-188, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα, 2007]

9-2-2024


Φαμὲν δὲ δὴ ὅτι ὁ ἐπιεικὴς ἀνὴρ τῷ ἐπιεικεῖ, οὗπερ καὶ ἑταῖρός ἐστιν, τὸ τεθνάναι οὐ δεινὸν ἡγήσεται.
Φαμὲν γάρ.
Οὐκ ἄρα ὑπέρ γ᾽ ἐκείνου ὡς δεινόν τι πεπονθότος ὀδύροιτ᾽ ἄν.
Οὐ δῆτα.
Ἀλλὰ μὴν καὶ τόδε λέγομεν, ὡς ὁ τοιοῦτος μάλιστα αὐτὸς αὑτῷ αὐτάρκης πρὸς τὸ εὖ ζῆν καὶ διαφερόντως τῶν ἄλλων ἥκιστα ἑτέρου προσδεῖται.
Ἀληθῆ, ἔφη.
Ἥκιστα ἄρ᾽ αὐτῷ δεινὸν στερηθῆναι ὑέος ἢ ἀδελφοῦ ἢ χρημάτων ἢ ἄλλου του τῶν τοιούτων.
Ἥκιστα μέντοι.
Ἥκιστ᾽ ἄρα καὶ ὀδύρεται, φέρει δὲ ὡς πρᾳότατα, ὅταν τις αὐτὸν τοιαύτη συμφορὰ καταλάβῃ.
Πολύ γε.




Αὐτὸ ποὺ ὑποστηρίζουμε ἐμεῖς εἶναι ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μὲ καλὸ χαρακτήρα δὲν θὰ θεωρήσει ποτὲ φοβερὸ δυστύχημα γιὰ ἕναν ἄλλο καλὸ ἄνθρωπο, ποὺ ὡς τέτοιος τοῦ εἶναι καὶ πιὸ οἰκεῖος, τὸ θάνατο. 

Ναί, τὸ ὑποστηρίζουμε.

Δὲν θὰ ὀδύρεται, συνεπῶς, σὰν νὰ εἶχε πάθει ἐκεῖνος κάτι φοβερό.

Βεβαίως, ὄχι.

Λέμε ὅμως καὶ τοῦτο, ὅτι ἕνας τέτοιος ξεχωριστὸς ἄνθρωπος εἶναι περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἱκανὸς νὰ ζήσει ἄξια κι ἔχει λιγότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε τὴν ἀνάγκη ἑνὸς ἄλλου.

Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, εἶπε.

Ἐλάχιστα λοιπὸν θὰ αἰσθανθεῖ τὴν ἔλλειψη, ἂν χάσει τὸ γιὸ ἢ τὸν ἀδελφό του ἢ χρήματα ἢ κάτι ἄλλο τέτοιο.

Ἐλάχιστα, ἀσφαλῶς.

Δὲν θὰ ἀρχίσει ἑπομένως νὰ ὀδύρεται ἂν τυχὸν τὸν βρεῖ μιὰ τέτοια συμφορά, ἀλλὰ θὰ τὴν ὑπομένει μὲ γαλήνη ὅσο κανένας ἄλλος.

Σίγουρα. 







[Πλάτων, Πολιτεία, σελ. 178-179, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Ἀθήνα, 2002]

20-1-2024


Ὅπως καθόταν στὸ ἐστιατόριο, ξαφνικὰ ἡ ζωή του ἀθωώνεται, καὶ δὲν τῆς χρειάζεται συνένοχος. Αὐτὴ ἡ ἀθώωση ἐπῆλθε ἀπόψε θριαμβευτική, σὰν ἐπιθυμία θανάτου. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κάθισμά του καὶ κοίταξε πρός. Ἡ συντροφιά του τρόμαξε, ἀκινητοποιημένη καὶ δὲν ἐτόλμησε. Μόνο ἡ γυναίκα του κοίταξε τὴ ματιά του, εἶδε τὸ μέγεθος καὶ οὔρλιαξε βοήθεια, βοήθεια. Αὐτὸς προχώρησε, εἶδε καὶ τὸν ἄλλον νὰ προχωράει. Ἀπαντήθηκαν στὴ μέση τῆς αἴθουσας, ἀνάμεσα στὰ γεμάτα τραπεζάκια, ὁ διάδρομος στενός. Ἡ ματιά τους ἀνέβηκε μόνο μέχρι τὸ στῆθος τους, ἐπειδὴ ἤξεραν ἀπὸ χρόνια πὼς ἀκόμη εἶναι πρόωρο καὶ βλασφημία. Ἔμειναν ἀντικριστὰ ἀκίνητοι, μὲ ἀπαίτηση, καὶ ἐγνώρισαν. Τὰ γκαρσόνια φοβήθηκαν καὶ χρησιμοποίησαν ἄλλο διάδρομο. Ὕστερα ἀπὸ μισὴ ὥρα τὸν ἀκολούθησε καὶ ἔφυγαν. Καὶ δὲν ἔμαθε ποτὲ τί ἔγινε ἡ συντροφιά του καὶ ἡ γυναίκα του. Οὔτε οἱ συντροφιές τους ξανάκουσαν ποτὲ τίποτα γιὰ κανέναν ἀπὸ τοὺς δύο. 





[Παῦλος Μάτεσις, Ὕλη Δάσους, σελ. 67-68, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα, 2000]

5-1-2024


Στὶς τρεῖς καὶ δεκάξι μετὰ τὰ μεσάνυχτα μπῆκαν σὲ διανυκτερεῦον καφενεῖο καὶ καφέδες. Στὶς πέντε καὶ δεκαπέντε τὰ χαράματα, ὁ ἄλλος μίλησε πρῶτος, οἱ ματιὲς μέχρι τὰ τσιγάρα.

–– Τί θέλεις;

–– Ναί.

Καὶ κατάλαβε πὼς ἡ ἐρώτηση ἦταν ἀχαριστία καὶ δὲν ξαναρώτησε.





[Παῦλος Μάτεσις, Ὕλη Δάσους, σελ. 68, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα, 2000]

28-12-2023



Ὅμως κάπου ἔχω νὰ πάω, ἀντιμίλησε ἡ Μυρτάλη, ἀπὸ νέα κάπου ἔχω νὰ πάω.





[Παῦλος Μάτεσις, Σκοτεινὸς Ὁδηγός, σελ. 130, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα, 2002]

20-12-2023


Καὶ προχωροῦσε στὴν Ἐθνικὴ Ὁδό, εἶχε καὶ ἕναν ἥλιο ἀπέναντί της καὶ προχωροῦσε μονάχη στὴν Ἐθνικὴ Ὁδὸ καὶ Πάντων μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον μηδ᾽ ἐσιδεῖν αὐγὰς ὀξέος ἠελίου ἀμίλητη. Ὅλοι θὰ λάβουν τιμωρία ἐγὼ θὰ γινῶ Θεία Δίκη φώναξε καὶ ὁ δρόμος ἀπὸ ἀφρολέξ, ὅπου πατοῦσε τὸ πόδι της βούλιαζε λίγο, μὴ τσαλακώσω τὸ νυφικό, εὐτυχῶς ποὺ ἄφησα τὰ στέφανα στὸ παγκάρι, σκεφτόταν ἄγρια, ὅταν ἔπεσε πάνω στὸν δρόμο ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως ἀποκολληθεῖ ἀπὸ τὴ Γῆ καὶ πέσει στὸ γύρω χάος. Ὁλομόναχη καὶ ἁρπάχτηκε μὲ τὰ νύχια ἀπὸ τὴν ἄσφαλτο, Παναγία μου, φώναξε, ἡ Γῆ γυρίζει καὶ ὅλο φεύγει καὶ κάπου πάει κι ἐμένα με παρατάει ἐδῶ μονάχη μου, ποῦ θὰ πάω ἐγὼ μετά; 





[Παῦλος Μάτεσις, Σκοτεινὸς Ὁδηγός, σελ. 78-79, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα, 2002]



Ἡ Μυρτάλη (ψευδώνυμο) στὰ δεκαπέντε της, μὲ ὀλιγόμηνη θητεία στὸ πορνεῖο τῆς μαντὰμ Πανδαισίας καὶ μὲ δύο φόνους ποὺ δὲν ἄφησαν ἀπάνω της κανένα ἀποτύπωμα, κατάλαβε πολλά, καὶ νωρίς, ἀπὸ τὸν κόσμο, γι᾽ αὐτὸ διάλεξε νὰ φτιάξει δική της πραγματικότητα. Κατέβηκε καὶ στὸν Ἅδη, ἄλλα δὲν τὸ κατάλαβε. Ἐπιστρέφοντας, κατάλαβε πὼς πιὸ καλὰ νὰ μὴ συνεχίσει ὡς πρόσωπο ὑπαρκτό, ἀλλὰ νὰ γίνει πλάσμα μυθιστορήματος καὶ φαντασίας. Γιατὶ ἔτσι θ᾽ ἀποφύγει δύο ἐνοχλητικὰ προβλήματα: τὸν θάνατο καὶ τὴ ζωή. Ὁ Σκοτεινὸς Ὁδηγὸς ἀκολουθεῖ τὴν ἀπολύτως προσωπική του πραγματικότητα. Ὅπως κάνει καὶ κάθε ἄνθρωπος.


(ἀπὸ τὸ ὀπισθόφυλλο τοῦ βιβλίου)

18-12-2023


ὡς δ᾽ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν·

οὔτ᾽ ἄρ᾽ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν οὔθ᾽ ὁ διώκειν

ὣς ὁ τὸν οὐ δύνατο μάρψαι ποσίν, οὐδ᾽ ὃς ἀλύξαι.



Πῶς μέσα στὸ ὄνειρο αὐτὸς ποὺ κυνηγᾶ δὲν γίνεται

αὐτὸν ποὺ φεύγει νὰ τὸν πιάσει· οὔτε μπορεῖ

νὰ τὸν προφτάσει τὸν κυνηγημένο, μήτε κι αὐτὸς

ὅμως νὰ τοῦ ξεφύγει – παρόμοια τώρα ὁ ἕνας τρέχοντας

δὲν ἔφθανε τὸν ἄλλο, κι ὁ ἄλλος δὲν κατόρθωνε

φεύγοντας νὰ γλιτώσει. 





[24+2 ΙΛΙΑΔΙΚΕΣ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΙΣ, σελ. 40-41, μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, ἐκδ. Ἄγρα, Ἀθήνα, 2012]

17-12-2023


Λοιπόν, μια μέρα, στην πόλη φτάνοντας ο Αυτόλυκος της εύφορης Ιθάκης,

λεχώνα πέτυχε τη θυγατέρα του με μόλις νεογέννητο παιδί,

οπότε η Ευρύκλεια έβαλε το μωρό στα γόνατά του,

κι όπως είχε τελειώσει πια το δείπνο, εκείνη τον προσφώνησε μιλώντας:

«Αυτόλυκε, να βρεις ο ίδιος τώρα τ᾽ όνομά του, όποιο εσύ θα βάλεις

στο παιδί της θυγατέρας σου, εσύ που ευχόσουν πάντα ν᾽ αποχτήσεις εγγονό.»

Τον λόγο παίρνοντας ο Αυτόλυκος μίλησε τότε δυνατά:

«Γαμπρέ και θυγατέρα μου, ακούσετε ποιο όνομα του δίνω·

έφτασα εδώ εγώ οδυσσάμενος, που πάει να πει από πολλούς θυμώθηκα,

γυναίκες κι άντρες, όσους απάντησα στον δρόμο μου, γυρίζοντας

από τη μια χώρα στην άλλη —

γι᾽ αυτό ονομάζω Οδυσσέα το παιδί, έτσι να το φωνάζουν.





[Ομήρου, Οδύσσεια, σελ. 282, μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, εκδ. ΙΝΣ, Θεσσαλονίκη, 2006]


σῆμά τί μοι νῦν εἰπὲ ἀριφραδές, ὄφρα πεποίθω

σημάδι πες μου αληθινό, τότε θα σε πιστέψω


σ. 342


13-12-2023


Εμένα ωστόσο ο δαίμονας όνειρα αλλόκοτα μου στέλνει.

Τη νύχτα απόψε πλάγιαζε πλάι μου πάλι το είδωλο του,

ίδιος στην όψη όπως τη μέρα που έφυγε με τον στρατό του·

από χαρά πλημμύρισε η καρδιά μου, είπα δεν είναι όνειρο κι αυτό απατηλό, πως ήταν η αλήθεια.





[Ομήρου, Οδύσσεια, σελ. 290, μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, εκδ. ΙΝΣ, Θεσσαλονίκη, 2006]

12-12-2023


Και τότε οι δυο,

ο Οδυσσέας και ο λαμπρός του γιος, πετάχθηκαν και κουβαλούσαν

αφαλωτές ασπίδες, περικεφαλαίες, κοντάρια μυτερά, ενώ μπροστά τους

η Αθηνά Παλλάδα με το λυχνάρι που κρατούσε φώτιζε ωραία και καλά.

Έκθαμβος τότε ο Τηλέμαχος γύρισε κι είπε στον πατέρα του:

«Πατέρα, θαύμα αληθινό και μέγα βλέπουν τώρα τα μάτια μου:

τοίχοι του παλατιού, ωραίοι μεσότοιχοι, δοκάρια ελάτινα,

στητές ψηλές κολόνες, όλα, σάμπως να φλέγονται, φεγγοβολούν μπροστά μου —

ένας θεός ανάμεσά μας βρίσκεται, κάποιος απ᾽ τους αθάνατους που ζουν

στα πλάτη του ουρανού.»

Ανταποκρίθηκε στον γιο του ο Οδυσσέας πολύγνωμος:

«Σώπα και μη ρωτάς, κράτα κρυφή τη σκέψη σου.»





[Ομήρου, Οδύσσεια, σελ. 272-273, μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, εκδ. ΙΝΣ, Θεσσαλονίκη, 2006]

Ο ΧΡΟΝΟΣ