Στο τραπέζι βρήκε χαρτί και μολύβι. Κάθισε και άρχισε να γράφει χωρίς διακοπή.
«Για να αποκτήσεις ξανά τη στοιχειακή σου υπόσταση, θα πρέπει τα σωματίδια που σε αποτελούσαν να βρεθούν μεταξύ τους και να ενωθούν. Θα είναι μια δύσκολη, χρονοβόρα διαδικασία. Τα σωματίδια διατηρούν το ένα τη μνήμη του άλλου, η επανασύνδεσή τους ωστόσο δεν μπορεί να γίνει εύκολα μέσα στους ωκεανούς των εγγραφών, θα χρειαστούν τεράστιες ποσότητες ενέργειας. Την ενέργεια αυτή θα σου την παρέχει ο χρόνος.
»Ο εντοπισμός του ενός από το άλλο προϋποθέτει σταθερότητα στην εκπομπή του σήματος. Αποδυνάμωση του σήματος σημαίνει παρεκκλίσεις πορείας και δίνες λαβυρίνθου. Η επικοινωνία πρέπει να παραμένει ανοιχτή, κόντρα στις παρεμβολές που θα έχουν την τάση να αυξάνουν. Χρειάζεται επαγρύπνιση γιατί τα σωματίδια κουράζονται και διεκδικούν την αυτονόμησή τους, την απελευθέρωση από τους περιορισμούς της μορφής. Να τα συγκρατείς, να τους υπενθυμίζεις την κατεύθυνση. Στον θόρυβο υποβάθρου πρέπει να ξεχωρίζει ο ατομικός σου ήχος, που είναι πιο σημαντικός από τον ατομικό σου ρυθμό.
»Στην επίτευξη του έργου σου θα έχεις τη συνδρομή μιας συνείδησης που θα σε επικαλείται. Να την επισκέπτεσαι με όποιον τρόπο θεωρείς πρόσφορο. Οι φορείς των συνειδήσεων είναι πιο προσπελάσιμοι την ώρα του ύπνου τους, την ώρα που η περιφρούρηση χαλαρώνει και τα συστήματα υπολειτουργούν, τότε μπορείς εύκολα να διεισδύσεις στα όνειρά τους και να τους υπενθυμίσεις τους δεσμούς που σας ένωναν. Βρες ένα αφύλακτο σημείο, μια ενοχή ή έναν φόβο, ή αν το είδος της σύνδεσης που είχατε σου το επιτρέπει, διάλεξε το πέρασμα της ηδονής.
»Αν η πρόσβαση στα όνειρα του υποκειμένου είναι αδύνατη, τότε να εμφανιστείς στο φως της μέρας, πρόσεξε μόνο τη στιγμή και τον τρόπο που θα διαλέξεις. Δεν πρέπει να προκαλέσεις τρόμο ή αποστροφή με την παρουσία σου. Μπορεί να είναι μια στιγμή ευχαρίστησης του υποκειμένου, μεγάλης ευδαιμονίας του, ή μια στιγμή αφηρημάδας, τότε που η σκέψη μετακινείται άναρχα, ή και την ώρα του ξυπνήματος, στο μεσοδιάστημα ύπνου και ξύπνιου. Αυτές οι στιγμές είναι οι πιο δημιουργικές.
»Όμως με προσοχή· να μην προκαλέσεις βαθύ κλονισμό, οι πεποιθήσεις του να μην ξεριζωθούν, να μη χαθεί οριστικά η σύνδεσή του με την πραγματικότητα. Η συνάντησή του μαζί σου να μπορεί να καταγραφεί ως παροδική παράκρουση αλλά όχι ως εγκατεστημένη παράνοια. Η παρουσία σου να μην επιδέχεται αμφισβήτηση, αλλά και να υπάρχει η δυνατότητα της αμφιβολίας.
»Να εμφανιστείς με το πιο όμορφο ρούχο σου και να κρατήσεις μια στάση μυστική, να μην αποκαλυφθείς ολόκληρος, ώστε το υποκείμενο να θελήσει να σε πλησιάσει. Αυτή είναι μια λεπτομέρεια σημαντική που πρέπει να τη θυμάσαι. Όχι εσύ, το υποκείμενο να πλησιάσει. Εσύ να σταθείς σε απόσταση, να σε βλέπει και να μη σε βλέπει, να αμφιβάλλει. Η περιέργεια και η χαρά του για την επιστροφή σου θα το αναγκάσουν να έρθει κοντά, να βεβαιωθεί αν πράγματι είσαι εσύ ή αν είσαι μια οπτική παραίσθηση. Τότε ακριβώς, λίγο προτού το υποκείμενο αποκτήσει πρόσβαση στη βεβαιότητα, εσύ να διαλυθείς, να βγεις από το πεδίο της αντίληψής του. Όσο και να προσπαθεί μετά να σε ξεχάσει θα είναι αδύνατο, θα σκέφτεται πάντα εκείνη τη στιγμή που έφτασε τόσο κοντά σ' εσένα και σε έχασε, αυτήν τη στιγμή θα θέλει πάντα να επαναλάβει, αυτή η στιγμή θα γίνει ο σκοπός της ύπαρξής του κι όλες οι ενέργειες θα κατευθύνονται εκεί.
»Όση βοήθεια πάντως κι αν λάβεις, το έργο εξαρτάται από 'σένα, εσύ κατευθύνεις, εσύ δεν πρέπει να παρεκκλίνεις και να παρασυρθείς από την τύρβη, εσύ να μη θεωρήσεις αδύνατη την επίτευξη του φοίνικα και παραδοθείς, πιστεύοντας ότι το πεπρωμένο σου είναι η λήθη. Εσύ πρέπει να διατηρήσεις συνεκτική τη μνήμη σου, να επαναλαμβάνεις συνεχώς όσα έμαθες, όσα σε συγκροτούν, γιατί αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος· η αμνησία.
»Το κάθε απειροελάχιστο μικρό κομμάτι σου, η κάθε σημαντική ή ασήμαντη πληροφορία, όλα πρέπει να επανασυγκολληθούν, με τρόπο που να έχεις συνοχή και διαύγεια, και όταν πια θα φαίνεσαι καθαρά και όχι ένα αχνό σχέδιο, όταν και η τελευταία σου λεπτομέρεια θα έχει μπει στη θέση της, τότε θα είσαι έτοιμος να επιστρέψεις.»
Διάβασε μια φορά ό,τι είχε γράψει, ύστερα έσκισε το χαρτί σε κομμάτια και τα έβαλε στην τσέπη.
[Γιάννης Μαυριτσάκης, Χαρράν, σελ. 137-140, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, 2022]